- αξεμύτιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν ξεμύτισε, δεν τόλμησε να βγει από κάπου: Εκείνες τις μέρες έκανε τέτοιο κρύο που όλοι στο χωριό έμειναν αξεμύτιστοι στα σπίτια τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.